παρωρεια

παρωρεια
    παρώρεια
    παρ-ώρεια
    ἥ [ὄρος] местность, примыкающая к горе, подгорье Polyb., Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρωρεια" в других словарях:

  • Παρωρεία — Παρωρείᾱ , Παρωρεία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωρεία — παρωρείᾱ , παρώρεια district on the side of a mountain fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρωρείᾳ — Παρωρείᾱͅ , Παρωρεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωρείᾳ — παρωρείᾱͅ , παρώρεια district on the side of a mountain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρώρεια — Παρωρεία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρώρεια — district on the side of a mountain fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρώρεια — η, ΝΜΑ περιοχή στις πλαγιές τού όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρεια (< ὄρος), πρβλ. ακρ ώρεια, υπ ώρεια. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Παρωρείας — Παρωρείᾱς , Παρωρεία fem acc pl Παρωρείᾱς , Παρωρεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωρείας — παρωρείᾱς , παρώρεια district on the side of a mountain fem acc pl παρωρείᾱς , παρώρεια district on the side of a mountain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρωρείαις — Παρωρεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωρείαις — παρώρεια district on the side of a mountain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»